γεωμόριον — γεωμόριον, το (Μ) [γεωμόρος] 1. το γεώμορον 2. μέρος καλλιεργημένης γης … Dictionary of Greek
γεώμορο — και γήμορο, το (Μ γεώμορον και γήμορον) [γεωμόρος] το ποσοστό τής συγκομιδής το οποίο δίνει ως μίσθωμα ο καλλιεργητής (σέμπρος) στον ιδιοκτήτη αγρού ή κτήματος … Dictionary of Greek